Εν έτει 2023 και απέχοντας έτη φωτός από τα ουφάδικα και τις arcade καμπίνες που γαλούχησαν τις γενιές του ’80, η βιομηχανία του gaming έχει κάνει χωρίς ίχνος υπερβολής διαστημικά άλματα στον τομέα της εξέλιξης όχι μόνο των τεχνικών χαρακτηριστικών των εκάστοτε κονσολών, αλλά και στο υλικό που παρουσιάζει πλέον ένα βιντεοπαιχνίδι. Από τις διαστημικές μάχες του “Galaga” και τα ατελείωτα βαρέλια του “Donkey Kong”, σε οπτικοακουστικά αριστουργήματα όπως το “Τhe Last of Us” και το “God of War”.
Επειδή λοιπόν αυτή η ραγδαία εξέλιξη αντίστοιχα ανέβασε και τις δικές μας απαιτήσεις ως καταναλωτικό κοινό, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως για να φτάσουμε στην απόλυτη ίσως κονσόλα μέχρι σήμερα, περάσαμε ατελείωτες ώρες χαζεύοντας 16μπιτες οθόνες και πολύγωνα που μπορούσαν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και ήταν πραγματικά οι καλύτερες gaming στιγμές μας!
Το PlayStation 5 δε γνωρίζει από όρους όπως “πιξελιασμένος” ή “scart” ή “50hz”. Τα 26 χρόνια που πέρασαν για να καθίσει στο θρόνο του χτίστηκαν επάνω σε σκονισμένα καλώδια, δανεικές memory cards και μια ατάκα που συνόδευε τα γυμνασιακά χρόνια της γενιάς μου: “Πάμε σπίτι σου να παίξουμε κάνα Play;”
Η έλευση του PS1 στις ζωές μας δεν συντάραξε απλά τα θεμέλια της gaming σκηνής. Τους έβαλε δυναμίτη, τα ανατίναξε, έβαλε φωτιά στα απομεινάρια και τα ανατίναξε ξανά. Δεν θεωρώ πως ο όρος “κονσόλα” μπορεί να χαρακτηρίσει επάξια το οικιακό σύστημα ψυχαγωγίας της Sony. Η έμπνευση πιστώνεται στον τότε υπεύθυνο του τμήματος hardware, Ken Kutaragi, και στην αποτυχημένη συνεργασία της Sony με τη Nintendo για τη δημιουργία περιφερειακού disc drive συμβατό με το SNES.
Οι δύο βασικοί πυλώνες που θεμελίωσαν την επιτυχία του ήταν τα ρηξικέλευθα τρισδιάστατα γραφικά με τεχνολογία πολυγώνων και η προσβασιμότητα του σε third-party developers που έδινε τη δυνατότητα σε πληθώρα studios να παρουσιάσουν κάτι πολύ καινοτόμο, χάρη στην ισχύ του PS1. Η χαμηλή του σχετικά τιμή για την εποχή συγκριτικά πάντα και με τον ανταγωνισμό, το έκανε την ιδανικότερη επιλογή για τους εφήβους των 90s, που ήταν φυσικά και το target group που ήθελε να προσεγγίσει η Sony, φροντίζοντας οι διαφημιστικές τις καμπάνιες να στοχεύουν παρ’όλα αυτά και τους 30αρηδες ενήλικες που ίσως να “νοσταλγούσαν” τη νιότη τους μπαίνοντας στη διαδικασία να αγοράσουν ένα PS1. Και μα τω Θεώ τα λεφτά του marketing έπιασαν τόπο. Mε πληθώρα εκπληκτικών τίτλων που κάλυπταν όλο το φάσμα των gaming κατηγοριών όπως “Gran Turismo”, “Spyro the Dragon”, “Crash Bandicoot”, “Metal Gear Solid”, “Tomb Raider”, “Tekken”, “Final Fantasy” και “Resident Evil”, συνδυασμένα με τις επιρροές από τη mainstream κουλτούρα της εποχής, όπως τα ρεϊβάδικα και το skateboard, το PS1 εξελίχθηκε σε ένα κοινωνικό φαινόμενο που ξεπηδούσε σε όποια γωνιά και αν κοιτούσες εκείνη την εποχή.
Είτε αυτό ήταν το καπάκι μιας memory card που μπορεί να είχε γίνει μενταγιόν, είτε ένα πράσινο τρίγωνο ταγκαρισμένο με γκράφιτι σε κάποιον υπόγειο σταθμό του μετρό. Γι’ αυτό και όρος “κονσόλα” δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Για όλους μας, ήταν απλά το Play, που μας περίμενε στο σαλόνι του σπιτιού για ατελείωτες ώρες καψίματος σόλο ή με παρέα, με τη memory card να αποτελεί φυσικά άγνωστη λέξη, εκτός και αν υπήρχε κάποιος που κουβαλούσε αυτόν το μικρό θησαυρό, οπότε αυτόματα γινόταν ο βασιλιάς του δωματίου, ενώ δε βρισκόταν καν στο δικό του σπίτι.
Η συνέχιση της κληρονομιάς της Sony έφερε παράλληλα κατά την ταπεινή μου άποψη και τη χρυσή gaming περίοδο της κονσόλας της με το θρυλικό PlayStation 2 που μπήκε στις ζωές μας στις 4 Μαρτίου του 2000. Το upgrade σε σύγκριση με τον προκάτοχό του ήταν πραγματικά τρομακτικό, με το PS2 να παρουσιάζει 8πλάσια υπολογιστική ισχύ, backwards compatibility για τα χειριστήρια, τις memory cards και τα περισσότερα games του PS1, δυνατότητα αναπαραγωγής DVD και audio CD’s, online play με χρήση έξτρα περιφερειακών και φυσικά την πληρέστερη και πλουσιότερη γκάμα τίτλων που θα υπάρξουν ποτέ για οικιακή κονσόλα. Από platformers σε ποδοσφαιράκια, από beat-em-ups σε horror και από RPG’s σε action-adventure, το PlayStation 2 δεν άφησε ποτέ το χαμόγελό μας να σβήσει, μέχρι τον Ιανουάριο του 2013 όπου και σταμάτησε να κυκλοφορεί στην αγορά.
Γιατί όταν πιάναμε το μαύρο χειριστήριο, ξέραμε πως θα μπούμε σε μια άλλη πραγματικότητα. Εκεί που θα μας καλούσαν οι κόσμοι του Kingdom Hearts. Eκεί που οι σειρήνες της παριζιάνικης αστυνομίας θα μας έπιαναν στα πράσα σε ληστεία παρέα με τον Sly Cooper. Εκεί που θα συναντούσαμε 5-6 συμμορίτες με πράσινες μπλούζες στην γειτονιά του Los Santos της οποίας το όνομα δε χρειάζεται καν να αναφέρω. Το underground ρεύμα της εποχής συνόδευσε και την εμπορική πορεία του PS2 στη κορυφή με πωλήσεις σε μονάδες που έφτασαν τα 155εκ κομμάτια μέχρι και την απόσυρσή του. Το top-selling παιχνίδι του δε χρειάζεται και ιδιαίτερες συστάσεις. Για πολλούς το διαμάντι στη κορώνα της Rockstar ακόμα και το 2023, το “Grand Theft Auto: San Andreas” διέλυσε νωρίς κάθε πιθανότητα εκθρόνισής του από τη συγκεκριμένη κορυφή με σύνολο 17,33εκ πωληθέντων αντιτύπων έως και το 2009.
Μεγάλο ρόλο στην αύξηση της δημοφιλίας του PS2 ήταν και η ευκολία του να το τσιπάρεις. Χωρίς την ύπαρξη κάποιου λογισμικού που να σε εμποδίζει, οι πειραγμένες κονσόλες όχι μόνο δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη του προϊόντος της Sony, αλλά από την άλλη την ενίσχυσαν, καθώς οι αμέτρητες επιλογές τίτλων σε ένα τσιπαρισμένο PS2 αποτελούσαν κάτι σαν demo για τη πλειονότητα των αγοραστών που δεν ήθελαν να “χαλάσουν” το δικό τους Play και εν τέλει θα αγόραζαν αυθεντικό ένα παιχνίδι αν τους άρεσε.
H είσοδος της Sony στην HD εποχή έγινε με το launch του PlayStation 3 στις 11 Νοεμβρίου του 2006. Στις μνήμες πολλών έχει εντυπωθεί ίσως ως ένας ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο νοσταλγικό PS2 και σε ένα PS4 που έκανε την ίδια δουλειά αλλά 50 φορές καλύτερα. Αυτό που παραβλέπουν όμως είναι η γέννηση όλων των υπέροχων story-driven τίτλων που απολαμβάνουμε σήμερα, όπως η τριλογία του “Uncharted”, το φαινόμενο του “The Last of Us” και φυσικά το θεϊκό από την PS2 εποχή “God of War”. Δεν έλειψαν φυσικά εξαιρετικές δημιουργίες από τρίτους developers όπως η σειρά των “Assassin’s Creed”, το “Elder Scrolls IV: Oblivion”, τα “Ιnfamous” και συνέχειες ήδη αγαπημένων entries όπως τα “Devil May Cry 4”, “Final Fantasy XIII” και “Metal Gear Solid 4: Guns of the Patriots” για να κατονομάσουμε ορισμένα.
Η λειτουργία στεροσκοπικού 3D της κονσόλας δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στο αγοραστικό κοινό, καθώς το κόστος των 3D τηλεοράσεων εκείνη την περίοδο ήταν οριακά απαγορευτικό. Το online gaming παρ’όλα αυτά θα έμπαινε για τα καλά στη καθημερινότητά μας, με το PlayStation Network να προσφέρει δωρεάν multiplayer για τους χρήστες του, εισάγοντας παράλληλα την ψηφιακή συλλογή τροπαίων σε κάθε PS3 τίτλο, δίνοντας κίνητρο στους παίκτες να ανακαλύψουν ένα μυστικό ή να περάσουν μια δοκιμασία με ένα διαφορετικό τρόπο που δε θα επιχειρούσαν εξ’αρχής. Το 2010 η Sony λάνσαρε και τη πρώτη συνδρομητική της υπηρεσία, με το PlayStation Plus, το οποίο παρείχε έξτρα προνόμια στους υπάρχοντες χρήστες, όπως το αυτόματο κατέβασμα demos και updates, αλλά και αποκλειστική πρόσβαση σε betas επερχόμενων τίτλων.
Και εκεί που λες ότι τα γραφικά δε μπορούν να πιάσουν μεγαλύτερο ταβάνι, η Sony μέσα σε μια επταετία μας έδωσε τη καλύτερη της δουλειά μέχρι την επόμενη. Το PlayStation 4 με τη βοήθεια της πολύ ισχυρής GDDR5 μνήμης των 8GB και την τριπλάσια αναγνωστική δύναμη των Blu-rays συγκριτικά με το PS3, τρύπησε το ταβάνι των επιδόσεων με συνοπτικές διαδικασίες. Κυρίως μετά την κυκλοφορία του PlayStation 4 Pro στις 10 Νοεμβρίου του 2016, όπου το upscale σε 4Κ και το HDR συνδυαστικά με τον πιο δυνατό επεξεργαστή, προσέφεραν μια πραγματικά καινούργια εμπειρία. Τα ζωντανά χρώματα και η ατμόσφαιρα του εκάστοτε τίτλου μπορούσε να αποδοθεί πλέον με απαράμιλλο τρόπο. Και πιστέψτε με είναι μεγάλο κρίμα να έχεις “Bloodborne”, “Horizon Zero Dawn”, “Marvel’s Spider-Man”, “Ghost of Tsushima” και “Witcher 3” και να μη τα χαρείς σε 4Κ ανάλυση.
Η έκρηξη των exclusive τίτλων της Sony με back-to-back επιτυχίες σε απολύτως επιτυχημένα releases, έδωσε ένα τεράστιο boost στο άτυπο και αχρείαστο θα έλεγα console war απέναντι στο Χbox της Microsoft, με τον αμερικανικό κολοσσό να μη μπορεί να απαντήσει με κάποιο τίτλο αντίστοιχου βεληνεκούς σε ποιότητα δημιουργίας αλλά και μεγέθους αποδοχής από τον κόσμο. Μεγάλη καινοτομία του PS4 που δεν φάνηκε να πετυχαίνει απολύτως τον στόχο του, ήταν το πρώτο PlayStaion VR.
Σε συνδυασμό με μια ειδική κάμερα, το περιφερειακό εικονικής πραγματικότητας της Sony ήταν αρκετά περιοριστικό θα λέγαμε για να είναι διασκεδαστικό, με αρκετά καλώδια που δεν επέτρεπαν τις άνετες κινήσεις για μια πραγματικά διαδραστική εμπειρία. Με ελάχιστους τίτλους να ξεχωρίζουν από τη μάζα, οι τεχνικοί περιορισμοί της εποχής δεν του επέτρεψαν να μας “ταξιδέψει” όπως θα ήθελε η Sony.
Και καθώς αυτό το αφιέρωμα αφορά μόνο τρία χρόνια ζωής του τελευταίου τέκνου της οικογένειας της Sony, οι τέσσερις προκάτοχοί του μοιράστηκαν 26 χρόνια παρουσίας σε δισεκατομμύρια σπίτια σε ολόκληρο τον κόσμο για να δημιουργήσουν μαγικές στιγμές σε ανεξερεύνητους κόσμους, για να έρθει να τις απογειώσει η πιο innovative κονσόλα που φτιάχτηκε ποτέ. Πίσω στον όχι και τόσο μακρινό Νοέμβριο του 2020 με τη καραντίνα να μας έχει να παίζουμε Warzone σα να μην υπάρχει αύριο, έζησα για πρώτη φορά τη φρενίτιδα του πρώτου launch με το PlayStation 5. Όντας φανατικός του να μην παίρνω ποτέ οτιδήποτε αφορά το gaming σε Day-1 release, ομολογώ πως αυτή τη κονσόλα την ήθελα από τη στιγμή που ανακοινώθηκε. Και αν με ρωτήσετε γιατί, δε θα μπορέσω πραγματικά να σας απαντήσω. Ίσως να ήταν το μαεστρικό marketing της Sony, ίσως να ήταν τα χιλιάδες κομμάτια που έφευγαν εν ριπεί οφθαλμού από τα ράφια των καταστημάτων. Ότι και να ήταν εγώ το ήθελα όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Ο πόθος βέβαια αυτός καταλάγιαζε σιγά-σιγά σαν συνδυασμός καθαρού μυαλού για το τσουχτερό αντίτιμο των 499Ε, αλλά κυρίως της ξενέρας από την πρωτοφανή έλλειψη που δημιουργήθηκε στην αγορά και κράτησε ούτε λίγο ούτε πολύ κοντά στα 2 χρόνια. Δε θα ήθελα να επεκταθώ συνομοσιολογικά επάνω στο κομμάτι της έλλειψης, καθώς είναι κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να έχει προκαλέσει η Sony για να δημιουργήσει μεγαλύτερη ζήτηση. Και αν το έκανε, της βγάζω το καπέλο. Η διετής λειψυδρία που προκλήθηκε στην αγορά έβγαλε από τα λαγούμια τους πολλούς scalpers που μεταπωλούσαν καινούργιες κονσόλες σε εξωφρενικές τιμές, με τα άτομα που αγόραζαν από αυτούς να δυσχαιρένουν περαιτέρω την κατάσταση.
Γιατί όμως το έκαναν; Τι καινούργιο προσέφερε το PlayStation 5; Γιατί ήταν τόσο ποθητό; Σε πρώτη ανάλυση, ελάχιστα πράγματα που θα το ξεχώριζαν από ένα PS4 Pro. Tα games που κυκλοφόρησαν το 2021 δεν παρουσίαζαν κάποια τρελή διαφορά στον οπτικό τους τομέα, ώστε να χαρακτηριστούν next-gen. Τίτλοι όπως τα “Marvel’s Spider-Man: Miles Morales”, “Ratchet & Clank: Rift Apart” και “Demon Souls”, όντας τρομεροί στο είδος τους, δεν σου έδιναν την εντύπωση ότι αναδείκνυαν τις δυνατότητες μιας τέτοιας κονσόλας. Και αυτό γιατί πολύ απλά εμείς σαν καταναλωτές πολλές φορές χάνουμε το δάσος και βλέπουμε μόνο το δέντρο. Η πραγματική δύναμη του PS5 είχε να κάνει με την εκμηδένιση των χρόνων φόρτωσης σε συνδυασμό με real-time ray tracing έως και 60fps ανάλογα τον τίτλο. Με 16αρα GDDR6 SDRAM που θεωρητικά μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 10 teraflops σε απόδοση, το PlayStation 5 μας έδειξε πραγματικά τα δόντια του το 2022. Με τρία exclusives από το πάνω ράφι, τα οποία κυκλοφόρησαν και στην προηγούμενη πλέον γενιά του PS4, οι νέες βελτιώσεις στο PlayStation 5 μας έστειλαν αδιάβαστους με τον καλύτερο τρόπο. Από το συγκλονιστικό ray tracing των αμαξωμάτων του “Gran Turismo 7”, τους μαγευτικούς φωτισμούς και τη παραμυθένια ατμόσφαιρα του “Horizon Forbidden West” και φυσικά το ολοκληρωτικό αριστούργημα του “God of War: Ragnarok”, όπου κάθε σου βήμα μέσα στο παιχνίδι θα ήταν και μία στάση για να θαυμάσεις το χιόνι που απλώνεται στα κλαδιά των δέντρων ή τη γούνινη κάπα του Kratos να αντιδρά και στο παραμικρό θρόισμα του ανέμου. Φανταστείτε να είχατε και τηλεόραση στα 120hz με upscale στα 8Κ. To backwards compatibility της κονσόλας θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελεί ίσως και τροχοπέδη στη δημιουργία πολύ δυνατών τίτλων αποκλειστικά για το PS5, παρ’όλα αυτά με το 90% των τίτλων του PS4 να είναι συμβατοί και με δυνατότητα αναβάθμισης, είναι άλλος ένας καλός λόγος να μη πάνε χαμένα τα τόσα πολλά διαμάντια της προηγούμενης γενιάς.
Ο μεγαλύτερος όμως λόγος πρωτοπορείας του PlayStation 5 δεν ήταν κανείς από τους παραπάνω. Αν έχετε παίξει το Astro’s Playroom γνωρίζετε ήδη την απάντηση. Το DualSense του PlayStation 5 είναι κάτι πραγματικά μοναδικό και η ειρωνεία είναι πως αν δεν το έχετε πιάσει στα χέρια σας επάνω σε παιχνίδι που να το υποστηρίζει, δύσκολα θα καταλάβετε την ιδιαιτερότητά του. Η τεχνολογία της απτικής ανάδρασης που εφήρμοσε η Sony κάνει αυτό ακριβώς που λέει η περιγραφή, όμως προσαρμόζεται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε τίτλου. Οι σκανδάλες αντιδρούν στο πάτημά σας ανάλογα με τις συνθήκες που αντιμετωπίζετε στην οθόνη σας. Είτε αυτή είναι μια βολή με Μ1 στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε ένα απότομο φρενάρισμα μετά την έξοδο του τούνελ στο Μονακό στο “Gran Turismo 7”. To ηχείο του χειριστηρίου κάνει την εμπειρία δέκα φορές καλύτερη καθώς δεν μεταδίδει απλά τον ήχο, αλλά πολύ συγκεκριμένα ηχητικά εφέ όπως ψιθύρους, σταγονίδια βροχής, απόκοσμα ουρλιαχτά και οτιδήποτε άλλο μπορεί να κάνει την εμπειρία σας πραγματικά μοναδική. Δε ξέρω πως κατάφεραν να χωρέσουν χίλια μικρά ρομποτάκια εκεί μέσα, όμως όταν κούναγα το χειριστήριο τα άκουγα να φωνάζουν και τα λυπήθηκε η ψυχή μου. Kαι που να παίξετε και “Marvel’s Spider-Man 2” τη στιγμή που φοράτε για πρώτη φορά τη μαύρη στολή. Εκεί θα δείτε τι σημαίνει DualSense.
Η εικονική πραγματικότητα στον κόσμο του PS5 κάνει πολύ δυνατό comeback, καθώς το PSVR2 δε θυμίζει σε τίποτα τη πρώτη απόπειρα της Sony. Mε γραφικά που κόβουν την ανάσα όπως στο “Horizon: Call of the Mountain” η Sony μας προσφέρει μια εντελώς νέα εμπειρία με ανασχεδιασμένο OLED head gear σε 4Κ ανάλυση και δύο χειριστήρια υπερύθρων με σένσορες LED που εξαλείφουν την ύπαρξη καλωδίων και προσφέρουν όλα τα features της απτικής ανάδρασης του DualSense. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ονειρική περιπλάνηση στον ρημαγμένο και συνάμα πανέμορφο μηχανικό κόσμο της Aloy ή μπορεί να είναι μια εμπειρία καταδίωξης από μια μητέρα-βαμπίρ και τις επικίνδυνα ελκυστικές κόρες της στο “Resident Evil Village”.
Το αδερφάκι του PS5 που περιμέναμε να έρθει τα Χριστούγεννα ήρθε εν τέλει, αλλά ήταν το μικρό και όχι το μεγάλο. Για Pro πηγαίναμε και Slim μας βγήκε. Η εναλλακτική επιλογή της Sony δεν διαφέρει σε τεχνικά χαρακτηριστικά από το πρωτότυπο με τις δύο τροποποιήσεις να είναι το αποσπώμενο disc drive που πωλείται ξεχωριστά και η εσωτερική μνήμη του ενός 1ΤΒ έναντι των 825GB. H ιαπωνική εταιρεία έχει ήδη ανακοινώσει την παύση της παραγωγής των original μοντέλων με το PS5 Slim να παίρνει τη θέση τους μόλις εξαντληθεί το υπάρχον στοκ. Ενδεικτικό ίσως στοιχείο του σταδιακού παροπλισμού των physical παιχνιδιών και της μεταστροφής σε ένα live-service μοντέλο, όπως έχει εφαρμόσει εδώ και χρόνια η Microsoft με το Game Pass. Επάνω σε αυτή τη φιλοσοφία έκαναν την εμφάνισή τους και τα δύο νέα tiers της Plus συνδρομής. Με την απλή να μένει ως έχει, η Extra παρέχει μια μεγάλη γκάμα δυνατών τίτλων η οποία ανανεώνεται τακτικά, τόσο με πρόσθεση, όσο και με αφαίρεση τίτλων, γι’αυτό να είστε σε εγρήγορση σχετικά με το ποια games μπορεί να σταματήσουν να υπάρχουν στη συλλογή σας. Η ανώτατη βαθμίδα, ή αλλιώς Premium, πέραν των προαναφερθέντων, σας δίνει πρόσβαση σε έναν κατάλογο κλασσικών τίτλων του PS1, δυνατότητα για streaming συγκεκριμένων τίτλων, και τέλος early access σε νέα releases ή betas.
Τρία χρόνια ζωής είναι θαρρώ πολύ λίγος χρόνος για να δούμε τις πραγματικές δυνατότητες του PlayStation 5. Η επιτυχία της κονσόλας φυσικά δεν εξαρτάται μόνο από το hardware, αλλά και από την ποιότητα των τίτλων της και μέχρι τώρα τα δείγματα γραφής είναι άκρως θετικά. Αν η Sony ξέρει να κάνει κάτι καλά είναι να παίρνει το χρόνο της με μια κονσόλα που έχει αγαπηθεί όσο καμία άλλη στον πλανήτη. Γιατί δεν είναι μόνο συνυφασμένη με το gaming. Είναι συνυφασμένη με στιγμές. Στιγμές χαράς με φίλους. Στιγμές μοναξιάς όπου ήταν η μόνη μας συντροφιά. Στιγμές εκνευρισμού όπου ήταν η μόνη μας διέξοδος από τη καθημερινότητα. Έτσι ήταν από το 1994 και έτσι θα συνεχίσουμε να τη βλέπουμε και εμείς, έως ότου να μη μπορούμε να πιάσουμε χειριστήριο στα χέρια μας. Εξάλλου νομίζω όλοι ξέρουμε πως οι gamers δε γερνάμε, απλά ανεβαίνουμε level. Αυτό έχει καταφέρει να κάνει και το PlayStation. Προσαρμόζεται, εξελίσσεται, βελτιώνεται. Και όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει η Sony στις τελευταίες τις διαφημιστικές καμπάνιες και πρέπει να εμπεδώσουν και ορισμένοι που δεν θεωρούν το gaming μια μορφή τέχνης: PLAY HAS NO LIMITS!