Alone in the Dark Review

To Alone in the Dark έκανε την εμφάνιση του για πρώτη φορά το μακρινό 1992 για PC από την γαλλική Infogrames και κατάφερε να δημιουργήσει τις βάσεις των survival horror παιχνιδιών της τότε περιόδου, που για εκείνη την εποχή ήταν κάτι άγνωστο, ωστόσο το remake του παιχνιδιού από τα χέρια της σουηδικής Pieces Interactive φαίνεται να είναι μια πολύ καλή ιδέα, αλλά θα πρέπει να εξετάσουμε αν πρόκειται απλώς για ένα remake του τίτλου ή φόρο τιμής στον «άρχοντα» του είδους;

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι το Alone in the Dark, ως όνομα, δεν κατάφερε να βρει μία Capcom, που θα το άφηνε να υποστηριχθεί και να εξελιχθεί στο είδος του. Τα ηνία του remake τίτλου τα ανέλαβε η σουηδική Pieces Interactive, ίσως στην πιο ενδιαφέρουσα δημιουργία της, καταφέρνοντας τελικά να παραδώσει μία αξιόλογη πρόταση στους φίλους και φανς του είδους, ανεξάρτητα από το αν δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να παρεκκλίνει στο ελάχιστο από τους άγραφους κανόνες των survival horror.

Ας περάσουμε στην ιστορία και τον τρόπο με τον οποίο αυτή ξετυλίγεται στον παίκτη. Η Emily Hartwood (η Jodie Comer), μαθαίνει ότι ο θείος της Jeremy Hartwood, νοσηλεύεται στην έπαυλη Derceto, ένας χώρος ευημερίας για άτομα με ψυχικές ασθένειες. Ο θείος έχει εξαφανιστεί από την έπαυλη. Κάποιες ώρες αργότερα, μαζί με τον detective Edward Carnby (ο David Harbour) βρίσκονται καθ’ οδόν προς αυτήν, διασχίζοντας γραφικές και όμορφες τοποθεσίες της Λουιζιάνα την περίοδο του 1920. Στην διαδρομή που ακολουθεί, μας εισάγονται οι πρώτες πληροφορίες της πλοκής και γνωρίζουμε τους δύο χαρακτήρες μας, δίνοντας μας την επιλογή να διαλέξουμε ποιόν από τους δύο θα ακολουθήσουμε στο παρανοϊκό ταξίδι που μας περιμένει. Ανάλογα τον χαρακτήρα που θα επιλέξουμε, θα παρακολουθήσουμε διαφορετικά γεγονότα και cutscenes, καθώς η πλοκή της ιστορίας εξελίσσεται διαφορετικά στον κάθε έναν από αυτούς. Αυτό το πετυχαίνει χάρη στην ουσιαστική διαφοροποίηση των cutscenes και των διαλόγων τους, υποστηριζόμενο και από την αρκετά καλή δουλειά όλων των ηθοποιών, συμπεριλαμβανομένων και των ηχηρών ονομάτων των Jodie Cormer και του David Harbour (που των γνωρίσαμε στην σειρά Stranger Things) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του παιχνιδιού. Οι ερμηνείες των συγκεκριμένων ηθοποιών, δεν θα χαρακτηρίζονταν Οσκαρικές, παραμένουν όμως αξιόλογες και επαγγελματικές ως προς των τρόπο που υποδύονται τους χαρακτήρες.

Από την άλλη πλευρά, η μικρή διάρκεια ενός playthrough (κοντά στις 7-8 ώρες) έρχεται ως ένα αγκάθι στην προσπάθεια εμβάθυνσης των διαφόρων σεναριακών πλοκών. Μεταξύ άλλων, το προβληματικό παρελθόν της Emily και η ύπαρξη μίας παραθρησκευτικής οργάνωσης είναι φανερά ελλιπή. Ακόμα και ο βασικός villain του τίτλου, που αρχικά δίνει την εντύπωση μιας έντονα απειλητικής φιγούρας, καταλήγει απλά ως μια μορφή που ξεχνιέται έπειτα από ένα σημείο.

Στον τομέα του gameplay τώρα η εξερεύνηση γίνεται ιδιαίτερα ευχάριστη χάρη στον καλοσχεδιασμένο χάρτη του, δημιουργημένος στα σχέδια των Resident Evil παιχνιδιών. Παράλληλα, μαζί με αυτήν, τοποθετούνται αυτόματα σημάδια πάνω του, ενημερώνοντάς μας για τις τοποθεσίες με τις κλειδωμένες πόρτες, τους γρίφους, τα σεντούκια, καθώς επίσης και ενδείξεις εάν στο εκάστοτε δωμάτιο έχουμε βρει όλα τα αντικείμενα η όχι. Αν είχαμε την επιλογή για να αφαιρεθούν τα παραπάνω βοηθήματα, θα λέγαμε ότι το παιχνίδι έχει αναπτυχθεί με τη λογική ότι απαιτούνται να γίνουν κάποια πράγματα για να προχωρήσει σεναριακά.

Πηγαίνοντας στους γρίφους, περιέχεται μια αρκετά καλή ποικιλία, όπως η κατάλληλη τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, κάποιον εκκεντρικών puzzles και η κατανόηση κειμένων, προκειμένου να εντοπίσουμε τους σωστούς συνδυασμούς συμβόλων για να ανοίξουμε κάποιες πόρτες αλλά και κλειδαριές.

Μέσα από ορισμένες μεταφυσικές πύλες θα ταξιδέψετε σε εντελώς διαφορετικά και πλέον γραμμικά περιβάλλοντα προτού επιστρέψετε πάλι στην γνωστή έπαυλη.

Σε αυτά τα σημεία εισάγεται το κομμάτι της δράσης, φέρνοντάς μας μας συχνά απέναντι από διάφορα τέρατα. Το σύστημα μάχης είναι απλοϊκό, εξοπλίζοντας μας με όπλο χεριού που θα βρούμε στο περιβάλλον μας όσο προχωράμε αλλά και με τρία διαφορετικά πυροβόλα (πιστόλι, καραμπίνα, πολυβόλο).

Το dodge υπάρχει, αν και δεν θα το χρειαστείτε σχεδόν καθόλου καθώς η μάχη του δεν είναι ιδιαιτέρως απαιτητική και οι λιγοστοί τύποι των εχθρών που θα συναντήσετε δεν έχουν την οποιαδήποτε ρουτίνα πέραν από το να ορμάνε κατευθείαν πάνω στον πρωταγωνιστή και να τον τρώνε λάχανο (αυτό γίνεται!). Οι εχθροί δυστυχώς δεν κερδίζουν κάποια καλή ιδέα φαντασίας (θυμίζουν έντονα αυτούς της σειράς του Stranger Things), αλλά έστω κι έτσι ταιριάζουν με τη survival horror εμπειρία του Alone in the Dark.

Η δυνατότητα του stealth είναι κάτι που υπάρχει αν και φαίνεται να είναι κατάλοιπο κάποιων σχεδιαστικών επιλογών των devs, που ίσως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Πραγματικά δεν υπάρχει το παραμικρό σημείο που να ωθεί τον παίκτη στη χρήση του stealth, ούτε καν σαν επιλογή του κάτι που στη δική μας ανάγνωση μόνο θετικά λειτουργεί.

Στον τεχνικό τομέα τώρα, το παιχνίδι κερδίζει πόντους χάρη στη δουλεμένη ατμόσφαιρα και τις ωραίες εναλλαγές μεταξύ της έπαυλης του Derceto και των γραμμικών και ξεχωριστών περιβαλλόντων. Ο σχεδιασμός της ίδιας της έπαυλης, αλλά και της σκοτεινής εκδοχής της πόλης της Λουϊζιάνα, των βάλτων και ορισμένων πιο εξωτικών περιβαλλόντων, είναι δημιουργημένος με αρκετή λεπτομέρεια και ποικιλομορφία στα τοπία, αποτελώντας ένα στοιχείο που δείχνει έμπρακτα το μεράκι των δημιουργών. Η αίσθηση του horror εκτείνεται ταιριαστά και θυμίζει έντονα αυτή των Silent Hill παιχνιδιών.

Η αποτύπωση της δεκαετίας του 1920, είναι επιτυχημένη και δίνει τον απαραίτητο χαρακτήρα στο όλο remake της Pieces Interactive, χάρη και στον τρόπο ομιλίας των διάσημων ηθοποιών, των ρουχισμού τους αλλά και των διαφόρων στοιχείων της εποχής που απαρτίζουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους να κερδίζουν στην σχεδίαση, από την αρχιτεκτονική έως και τα κάθε λογής αντικείμενα που συναντάμε κατά την διάρκεια του ταξιδιού μας στην έπαυλη του Derceto.

Συνοψίζοντας, το Alone in the Dark ποτέ δεν επεδίωξε να ανταγωνιστεί παρόμοια franchises του είδους του. Τα Resident Evil και Silent Hill, για παράδειγμα, επηρεάστηκαν από την αισθητική του και όχι το Alone in the Dark από αυτά, αλλά εξελίχθηκαν γρηγορότερα και κατάφεραν να δημιουργήσουν μια δική τους αισθητική και ταυτότητα. Αν και οι fans του αρχικού τίτλου θα νιώσουν μια σίγουρη νοσταλγία, η εξέλιξη στον τεχνικό τομέα του παιχνιδιού σε συνδυασμό με την αισθητική του θα ικανοποιήσει τους πιο απαιτητικούς του είδους. Η Pieces Interactive κατάφερε με την θέληση της, να θέσει νέα όρια σε βαθμό που δεν απογοητεύει. Τα μικρά προβλήματα που συναντήσαμε στο Quality mode με κάποια frame drops, μαζί με crashes και glitches διορθώνονται με κάποια μελλοντική ενημέρωση από τους devs. Παρά τις ατέλειες και τα μικροπροβλήματα, το remake του Alone in the Dark προσφέρει μια εμπειρία που θα ικανοποιήσει στο έπακρο παλιούς και νέους φίλους του survival horror.

Το Alone in the Dark κυκλοφόρησε στις 20 Μαρτίου 2024 από την ΤΗQ Nordic και είναι διαθέσιμο για PlayStation 5, Xbox Series X|S και PC (Steam). Το review βασίστηκε στην PS5 έκδοση του παιχνιδιού.

Ευχαριστούμε την Enarxis Dynamic Media για την παραχώρηση του key code για τις ανάγκες του review.

Βαθμολογία 7

ΘΕΤΙΚΑ

  • Μεγάλα ονόματα ηθοποιών
  • Soundtrack όλα τα λεφτά
  • Ατμόσφαιρα και level design
  • Τα puzzles και οι γρίφοι του

ΑΡΝΗΤΙΚΑ

  • Το σύστημα μάχης του θα μπορούσε να ήταν καλύτερο
  • Κάποια crashes, glitches και frame drops στο Quality mode
  • Επαναληψιμότητα στους εχθρούς

Όλα ξεκίνησαν από την γκρι κονσόλα της Sony που έφερε ο θείος μου ως δώρο γενεθλίων όταν έγινα 9 χρονών στο μακρινό 2006. Από εκεί και ύστερα μπήκε για τα καλά το μικρόβιο του gamer μέσα μου και από τότε μέχρι και σήμερα φτάσαμε στα PS5 και Xbox Series X έχοντας διανύσει εκατοντάδες ώρες και χιλιόμετρα στις κονσόλες και στo PC.