Η ανθρώπινη φύση κακά τα ψέματα αγαπάει την κόντρα. Όταν δεν υπερβαίνει τα όρια και γίνεται στα πλαίσια χαβαλέ ή πειράγματος, έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε άπειρους τρόπους για να τσακωθούμε με φίλους για τα πιο ανούσια θέματα.
Και φυσικά ο κόσμος των κόμικς δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτήν την συνομοταξία. Ελάχιστα μπορούσαμε να καταλάβουμε πως ένας τύπος με μάσκα και μπέρτα είναι φτιαγμένος για να μας ταξιδεύει με τις περιπέτειές του, και όχι να μας κάνει να πλακωνόμαστε στο προαύλιο. Όμως η αγάπη που είχε ο καθένας μας για τον δικό του αγαπημένο ήρωα, τα στοιχεία που τον έκαναν ξεχωριστό στα μάτια μας, ήταν και αυτά που μας δημιουργούσαν αυτόν τον αθώο παιδικό φανατισμό. Και εδώ έρχονται να κουμπώσουν η Marvel και η DC. Θέλοντας και μη, δε νομίζω να υπάρχει άτομο πλέον που ακόμα κι αν δεν ασχολείται με τα comics, να μην γνωρίζει τα δύο αυτά μεγαθήρια. Οι ταινίες υπερηρώων που δημιουργήθηκαν ανά τα χρόνια όχι μόνο ήταν μία σίγουρη πηγή εσόδων για το Hollywood, αλλά κυρίως έφεραν εκατομμύρια αμύητου κόσμου να γνωρίσει τις ιστορίες αυτών των χαρακτήρων που ξεπρόβαλαν από τις μελανωμένες σελίδες. Με την Marvel να μπορεί να καυχιέται (και με το δίκιο της εδώ που τα λέμε) ότι ήταν πρωτοστάτης στην κοσμοσυρροή που ξεκίνησε το 2008, η DC παρόλο που έμεινε πίσω, μπορεί κάλλιστα να πάρει όλο το credit για την OG βάση φίλων κόμικς που δημιούργησε πριν από 85 και πλέον χρόνια.
Για του λόγου το αληθές, θα πάμε πίσω στο 1938 όπου η Marvel (τότε ονομαζόταν Timely Comics) γεννά τον πρώτο της υπερήρωα, το ανδροειδές με την ονομασία Human Torch. Επίσης μεταξύ άλλων πρωτοεμφανίζεται και ο Namor, χαρακτήρας που ενέπνευσε μετέπειτα τον Aquaman της DC. Ποιος λοιπόν από τους δύο αυτούς χαρακτήρες θα δινόταν σαν απάντηση στην ερώτηση: “Ποιος είναι ο αγαπημένος σου σουπερ-ήρωας;” Κανένας. Απολύτως κανένας. Γιατί την ίδια ακριβώς χρονιά, η τότε DC, ονόματι All-American Publications εκδίδει στο πρώτο τεύχος της σειράς Action Comics τον ήρωα που έμελλε να γίνει το σύμβολο ανδρείας και ελπίδας στις καρδιές εκατομμυρίων παιδιών. Ο Superman αντιπροσώπευε όλες τις αξίες ενός ατόμου ανιδιοτελούς, ηθικού και δίκαιου, κατέχοντας τη δύναμη να κατακτήσει έναν ολόκληρο πλανήτη, επιλέγοντας όμως να μην το κάνει. Πως είναι δυνατόν ένας πανίσχυρος εξωγήινος που μπορεί να πετάει, να βγάζει laser από τα μάτια και έχει κόκκινη μπέρτα να μην αγαπηθεί σε χρόνο μηδέν? O Άνθρωπος από Ατσάλι θα μπορούσε να είναι ένα ξεχωριστό αφιέρωμα από μόνο του, όμως για την ώρα τα φώτα της σκηνής θα πέσουν στο έταιρο διαμάντι του στέμματος της DC.
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, οι ιθύνοντες της All-American Publications βλέποντας την τεράστια επιτυχία του Superman ήθελαν να δημιουργήσουν νέους ήρωες. Ένα πρώιμο conecpt του σκιτσογράφου Bob Kane που παρουσίαζε έναν χαρακτήρα με κόκκινα spandex, φτερά νυχτερίδας και μάσκα στα μάτια ίσως να ήταν αρκετό. Αλλά σίγουρα δεν θα ήταν επιτυχημένο εάν δεν παρουσιαζόταν ο σπουδαίος συγγραφέας Bill Finger για να δώσει πραγματική πνοή στον μασκοφόρο υπερασπιστή της Gotham City. Toν Batman.
Το ντεμπούτο του Σκοτεινού Ιππότη ήρθε στο 27ο τεύχος της σειράς Detective Comics, τον Μάιο του 1939. Η επιλογή της σειράς δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθώς πέρα από το σκοτεινό υπόβαθρο και τον γενικότερο τόνο των ιστοριών του, οι περιπέτειες του Batman αφορούσαν εν πολλοίς την εξιχνίαση εγκλημάτων. Η περσόνα του απείχε παρασάγγας από εκείνη του Superman. Γόνος της οικογενείας Wayne, o νεαρός Bruce είχε ότι θα μπορούσε να ζητήσει στη ζωή του. Το κυριότερο εξ’ αυτών ήταν δύο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και παρά τον πλούτο τους δεν απέστρεφαν ποτέ το βλέμμα από τους ανθρώπους της Gotham που τους είχαν ανάγκη. Μέχρι την βραδιά που όλα θα άλλαζαν για τον νεαρό πρωταγωνιστή μας. Μία προβολή ταινίας στο Monarch Theatre, βρίσκει τον Bruce Wayne μαζί με τους γονείς του στο δρόμο της επιστροφής σε ένα σκοτεινό σοκάκι, όπου τα δύο πιο αγαπημένα του πρόσωπα έπεσαν θύμα της κοινωνίας που ήθελαν να βοηθήσουν. Η γέννηση του Batman εκείνο το βράδυ, έμελλε να γίνει μία από τις πιο iconic στιγμές στην ιστορία των κόμικς γενικότερα, καθώς η προσωπική απώλεια ήταν ένα θέμα που θα απασχολούσε πολλούς δημιουργούς στο μέλλον. Το ψυχολογικό τραύμα που πάντοτε κουβαλάει ο Bruce Wayne δοκιμάζεται σε κάθε περίσταση από το κορυφαίο σύνολο κακών χαρακτήρων που έχουν γραφτεί για υπερήρωα.
Η παρουσία του στα μέσα σαφώς έχει περάσει από πάρα πολλές αλλαγές. Είτε είναι σε comics, είτε στην τηλεόραση, είτε στον κινηματογράφο. Στην μικρή οθόνη, ο Σκοτεινός Ιππότης μάς συστήθηκε με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο το 1966. Αν είστε fans του Batman και αποφασίσετε να το δείτε, ξεχάστε γρήγορα όσα ξέρατε. Το στυλ της σειράς ήταν πολύ πιο ανάλαφρο, με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Adam West και Burt Ward να μπλέκουν σε απίθανες καταστάσεις στην προσπάθειά τους να εξιχνιάσουν την εκάστοτε υπόθεση. Τα στοιχεία slapstick κωμωδίας που υπήρχαν, είχαν σκοπό το προ-εφηβικό κοινό της εποχής, το οποίο ήταν και το target group στην αγορά των κόμικς. Η σειρά έτρεξε για δύο χρόνια στο αμερικανικό δίκτυο ΑΒC και έχει μείνει στην ιστορία για τις άπειρες cult στιγμές και ατάκες που έχει προσφέρει, αλλά και για το εθιστικό τραγούδι των τίτλων αρχής που έγραψε ο Neal Hefti. Ομολογουμένως οι live-action εμφανίσεις του ήρωα είναι πολύ περιορισμένες ανά τα χρόνια, με την απεικόνισή του πολλές φορές να στοχεύει στα νεαρά του χρόνια. Όπως έκανε πολύ επιτυχημένα η σειρά “Gotham” του 2014, η οποία έχει ως πρωταγωνιστή έναν νεαρό Ντετέκτιβ Γκόρντον στα πρώτα του βήματα στο Σώμα της Αστυνομίας. Με το πιλοτικό επεισόδιο να ξεκινάει με τον θάνατο των Waynes, η σειρά γνώρισε πολύ μεγάλη αποδοχή για το ύφος της και για την πολύ καλή απεικόνιση εχθρών του Μπάτμαν, όπως ο Πιγκουίνος, ο Ρίντλερ και φυσικά ο Τζόκερ.
Στο κομμάτι του animation, ο ήρωάς μας απολαμβάνει σαφέστατα μεγαλύτερη επιτυχία. Με ταινίες και σειρές που δικαίωναν κάθε πτυχή του χαρακτήρα, ο Μπάτμαν στις αρχές του ’90 εδραιώθηκε στις καρδιές πολλών ανθρώπων που δεν είχαν καμία επαφή με το αντικείμενο. Ταινίες όπως τα Hush, The Killing Joke, The Dark Knight Returns, Under the Red Hood, Year One και Death in the Family είναι πραγματικά αριστουργήματα, βασισμένα στα καλύτερα storylines του Βatman και πρέπει οπωσδήποτε να δείτε έστω για μία φορά. Αναφορικά με τις σειρές, θα σταθώ σε μία και μοναδική που δεν είναι άλλη από το υπέρτατο Batman: The Animated Series. Σαββατοκύριακα στο STAR Channel και η στιγμή που το λογότυπο της Warner γινόταν αερόπλοιο, ξέραμε πως ερχόταν το καλύτερο 20λεπτο του πρωινού μας. Από το 1992 και για μιάμιση περίπου σεζόν, το συγκεκριμένο animation πήρε ότι ήξερε για το lore του Mπάτμαν και το εκμοντέρνισε σε μία σειρά με εξαίρετο γράψιμο σεναρίου, μουσικάρες από τον ένα και μοναδικό Danny Elfman, μία ατμοσφαιρική παλέτα περιβάλλοντος που έδενε αρτιότατα με τον σκοτεινό τόνο του Batman και φυσικά μία τριάδα voice actors που είναι πλέον στο πάνθεον των καλλιτεχνών που σχετίζονται με το franchise. Ο λόγος γίνεται φυσικά για τους Arleen Sorkin, Mark Hamill και Kevin Conroy στους ρόλους των Harley Quinn, Joker και Batman αντίστοιχα. Μπορεί ως παιδιά να τους ακούγαμε με την ελληνική μεταγλώττιση, η οποία ήταν σε πολύ καλά επίπεδα εκείνη την περίοδο, όμως τα εφηβικά μας χρόνια και τα δεκάδες credits παρουσίας τους σε ταινίες και σειρές του Σκοτεινού Ιππότη, μας έκαναν να τους λατρέψουμε για τη ζωντάνια και την αυθεντικότητα που ενέπνευσε ο καθένας τους στον ήρωά του.
Ο χώρος της 7ης Τέχνης πλέον ξεχειλίζει από ταινίες με σουπερ-ήρωες. Kαι οι περισσότερες αν και πολύ καλές υποφέρουν από έναν κοινό παράγοντα. Δεν έχουν χαρακτήρα. Η έναρξη του MCU το 2008 με το “Incredible Hulk” και η κατάληξή του το 2019 με το “Αvengers: Endgame” αποτέλεσε έναν κύκλο πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων με ταινίες που παράγονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τόσο ώστε να διατηρούν την προσμονή του κοινού, αλλά και για να αποφευχθεί ο κορεσμός. Όλες τους ακολουθούσαν μία κατευθυντήρια γραμμή. Αυτή του πιο ελαφρού τόνου, αυτή που θα τις έκανε πιο “ευνόητες” για το αμύητο κοινό εάν προτιμάτε. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτή την τακτική. Η Marvel και κερδισμένη βγήκε οικονομικά και δημιούργησε εκατομμύρια νέους φανς. Τι γινόταν όμως στις προ-MCU εποχές? Εκεί, η DC είχε μπει από νωρίς στο χορό. Και είχε μπει πάρα πολύ δυνατά. Το σκηνοθετικό πόνημα του Richard Donner με την πρώτη ταινία “Superman” το 1978 ήταν κάτι παραπάνω από μαγευτικό. Με ρηξικέλευθες τεχνολογίες οπτικών εφέ, τον σεναριογράφο του “Νονού”, Μario Puzo, και την τριάδα των Christopher Reeve, Marlon Brando και Gene Hackman στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η επιτυχία ήταν αναπόφευκτη.
Ο Σκοτεινός Ιππότης μπορεί να άργησε να ακολουθήσει, όμως τα καλά πράγματα αργούν. Το ντεμπούτο του στην μεγάλη οθόνη ήρθε το 1989 με την ομώνυμη ταινία του Tim Burton και ένα all-star cast που εξύψωσε κατά πολύ το συνολικό αποτέλεσμα. Ο Michael Keaton ως Bruce Wayne μπορεί να μην εντυπωσίαζε και τόσο, όμως ως Batman ήταν πραγματικά μοναδικός. Παρόλο που η κίνησή του ήταν περιορισμένη λόγω της κατασκευής της στολής, η ψυχράδα του χαμηλού τόνου της φωνής του, σου δημιουργούσε μία υπέροχη ανατριχίλα. Ο Michael Gough στο ρόλο του Alfred Pennyworth έφερνε μία βρετανική φινέτσα άλλης εποχής και ταίριαζε γάντι στο ρόλο του πολυμήχανου butler και κοντινότερου ανθρώπου του Bruce Wayne. Τώρα για τον Jack Nicholson χρειάζεται να πω κάτι? Ηθοποιάρα από τις λίγες με γκάμα που οποιοσδήποτε καλλιτέχνης του χώρου θα ζήλευε και με ένα portrayal του Τζόκερ που δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Η χαοτική του περσόνα παρουσιάζεται με σαρκαστικό χιούμορ και μία ροπή στις τέχνες και τη μουσική, ενώ παράλληλα δεν κρύβει τις ψυχωτικές τάσεις ενός μανιακού δολοφόνου. Η καλλιτεχνική επιμέλεια της ταινίας είναι άξια αναφοράς. Τα κοστούμια, τα σκηνικά του studio, οι μινιατούρες, και τα props που χρησιμοποιήθηκαν για τις μεγάλες σκηνές ήταν μία συγκλονιστική προσπάθεια από όλο το συνεργείο, λαμβάνοντας υπόψιν και το πενιχρό budget που τους δόθηκε. Και όλα αυτά μέσα από την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Tim Burton που είχε σαν αποτέλεσμα ένα γκανγκστερικό φιλμ με noir αισθητική και ένα παραμυθένιο σκοτάδι που μόνο αυτός ξέρει να δημιουργεί. Η συνέχεια το 1992 ήταν αντίστοιχη με το “Batman Returns”, με τον Tim Burton να επιστρέφει στο τιμόνι της σκηνοθεσίας και τον Michael Keaton να φορά για άλλη μία φορά την μαύρη στολή. Το μοτίβο της παραγωγής ήταν στα στάνταρ του προκατόχου του, με την προσθήκη δύο νέων αστέρων να βάζουν το δικό τους λιθαράκι με την εντυπωσιακή τους παρουσία. Γιατί όταν μιλάμε για Πιγκουίνο και Catwoman, μιλάμε μόνο για Danny DeVito και Μichelle Pfeifer. Οι δύο επόμενες ταινίες του Joel Schumacher που ακολούθησαν τις χρονιές 1995 και 1997 είχαν πολύ καλά στοιχεία να δείξουν, τα οποία χάθηκαν από ξεροκεφαλιές της παραγωγής και των απαιτήσεων του τμήματος merchandise. To cast αξιοζήλευτο για άλλη μία φορά. Val Kilmer και George Clooney στο ρόλο του Batman, Chris O’Donell ως Robin, Arnold Schwarzenegger ως Mr. Freeze, Tommy Lee Jones ως Two-Face και Jim Carrey στο ρόλο του Riddler. Ίσως το μεγαλύτερο “what if…” των ταινιών της DC. Πέρασαν 8 χρόνια μέχρι ο Batman να ξαναβρεί τον σκοτεινό δρόμο που του αρμόζει, κάτι που οφείλεται στην σκηνοθετική ιδιοφυΐα που ακούει στο όνομα Christopher Nolan. H τριλογία που μας έδωσε ο Βρετανός σκηνοθέτης υπερβαίνει τον ορισμό των υπερηρωικών ταινιών. Είναι μία ωδή στην αδυναμία του ανθρώπου και στο πως οι ισχυροί την εκμεταλλεύονται. Είναι το ξεγύμνωμα μίας κοινωνίας που είναι ηθική επειδή πρέπει να είναι, ενώ στο πρώτο σημάδι κινδύνου θα στραφεί στην αναρχία. Είναι όμως και ένα μήνυμα πως στη σαπίλα που βλέπουμε καθημερινά, αρκεί ένας μόνο άνθρωπος να μας δώσει ελπίδα. Αρκεί να τον πιστέψουμε. Το “Dark Knight” του 2008 είναι η πεμπτουσία του Batman και του Joker, με τους Christian Bale και Heath Ledger να δίνουν ρέστα, πλαισιωμένοι από αντιστοίχως εξαιρετικούς ηθοποιούς όπως οι Michael Caine, Gary Oldman, Morgan Freeman, Liam Neeson, Cillian Murphy, Aaron Eckhart και Maggie Gyllenhall.
Τι γίνεται όμως με τα videogames σας ακούω να ρωτάτε. Η παρουσία του Batman στα οικιακά συστήματα ψυχαγωγίας χρονολογείται πίσω στο 1986, όταν και το δημιουργικό studio της Ocean Software κυκλοφόρησε στο Αmstrad ένα ισομετρικό platformer με πρωταγωνιστή τον υπερασπιστή της Gotham. To game σας καθοδηγούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο αποφεύγοντας παγίδες και εχθρούς, με σκοπό να συλλέξετε τα gadgets του Mπάτμαν. Η 8-μπιτη γοητεία του τίτλου για τους νοσταλγούς δεν αναιρεί το γεγονός πως ήταν ένα αρκετά δύσκολο παιχνίδι, με την πλοήγησή σας στους λαβυρίνθους να σας οδηγεί σε αδιέξοδα. Για να αποφευχθεί και το όποιο rage λοιπόν, η Ocean Software προνόησε και εγκατέστησε save system που ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι περισσότεροι τίτλοι του Batman ήρθαν σε παλαιότερα gaming συστήματα, όπως η Amiga και το SNES και αν εξαιρέσουμε τους Arkham τίτλους, δεν υπήρχαν αρκετά που ξεχώρισαν ιδιαίτερα, όμως θα αναφέρουμε ορισμένα.
Ένα από τα διασκεδαστικά movie tie-ins ήταν το “Batman Returns” για το SNES. Είμαστε προφανώς στην 16-μπιτη περίοδο, οπότε μην περιμένετε περίτεχνους μηχανισμούς stealth. O τίτλος ήταν ένα πολύ διασκεδαστικό beat-em-up side-scroller, που έβαζε τον παίκτη να δείρει άπειρους εγκληματίες και τους κακούς της ταινίας. Μπορεί τα boss fights να ήταν κάπως απογοητευτικά, όμως η Konami είχε κάνει πολύ καλή δουλειά στα γραφικά, δίνοντας μας ένα τίμιο τελικό αποτέλεσμα.
Το 2003 ίσως το καλύτερο game της περιόδου Xbox/PS2 ήταν το Batman: Rise of Sin Tzu. Το γενικό του design και το timeline ακολουθεί το New Animated Series, όμως εισαγάγει έναν νέο εχθρό, ο οποίος θέλει να αναμετρηθεί με τους ισχυρότερους πολεμιστές του Gotham. Αποτελούσε ένα πολύ δύσκολο beat-em-up με κάθε level να περιλαμβάνει ορδές από τσιράκια του Sin Tzu και ένα boss στο τέλος του. Μπορούσατε να κάνετε upgrades στα combos και στα gadgets σας, με την μεγαλύτερη καινοτομία του τίτλου να είναι το co-op μέχρι τέσσερις παίκτες.
Η κινηματογραφική εμπειρία που μας έδωσε η Telltale Games το 2016 είναι σαφώς άξια αναφοράς. Σε μία σειρά πέντε επεισοδίων, το “Batman: The Telltale Series” κάνει εξαιρετικά αυτό για το οποίο περηφανεύεται η δημιουργός εταιρεία του. Λέει ένα πολύ ωραίο παραμύθι περιστρεφόμενο γύρω από τον διαλυμένο ψυχισμό του Bruce Wayne και τις δύο περσόνες που έχει υιοθετήσει. Διανθισμένο με πολύ ωραία μουσική και voice acting είναι μία μίνι διαδραστική ταινία που σίγουρα θα απολαύσετε.
Ακόμα και σε LEGO μορφή όμως ο ήρωας μας έχει άλλη χάρη. Επιλέξαμε τον τρίτο κατά σειρά τίτλο που κυκλοφόρησε το 2014. Το “LEGO Batman 3: Beyond Gotham” είχε το μεγαλύτερο ρόστερ υποστηρικτικών χαρακτήρων που είχαμε δει μέχρι τότε στο franchise και όπως λέει και ο τίτλος του, επεκτεινόταν πέρα από την βάση του Μπάτμαν. Οι χάρτες του τίτλου ήταν μικρότεροι κόσμοι από το σύμπαν της DC, όπως το Hall of Justice, o πύργος της Justice League κ.α. To gameplay είναι το τυπικό που θα περιμένατε από έναν τίτλο του είδους, με μία μίξη puzzles, χαλαρής μάχης και εξερεύνησης.
Πάρα πολλά χρόνια μετριότητας που δεν δικαίωναν το μέγεθος του χαρακτήρα, αλλά και η περιορισμένη τεχνολογία, είχαν οδηγήσει πολλούς φανς να πιστεύουν πως δεν θα έβλεπαν ποτέ ένα αξιόλογο game με πρωταγωνιστή τον Σκοτεινό Ιππότη. Μία λογική που δεν συμμεριζόταν η Rocksteady Games, η οποία ένωσε τις δυνάμεις τις με τον βετεράνο σεναριογράφο του Batman, Paul Dini, και μας έδωσαν το “Batman: Arkham Asylum”. Η απλότητα του σεναρίου του επισκιάζεται από τον τρόπο που μαεστρικά εκτυλίσσεται. Ο Μπάτμαν έχει συλλάβει τον Τζόκερ και τον συνοδεύει στο Ασυλο Αρκαμ, με τον ήρωά μας να παρατηρεί πως η μεγάλη του νέμεση παραδόθηκε με χαρακτηριστική ευκολία. Τα πράγματα δεν αργούν πολύ να στραβώσουν, με τον Τζόκερ να δραπετεύει και να θέτει όλο το Άσυλο υπό την κατοχή του μαζί με την Harley Quinn. Απώτερος σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει ένα δείγμα του ορού ΤΙΤΑΝ, που ήταν υπεύθυνος για την μετάλλαξη του Βane. Είστε κλεισμένοι πλέον στο τρελάδικο και πρέπει να καταφέρετε να σταματήσετε για άλλη μια φορά τον μεγάλο σας αντίπαλο. Η εξέλιξη της δράσης γίνεται σε semi-open περιβάλλοντα μέσα από όλα τα δωμάτια της κλινικής, της βιβλιοθήκης, του νεκροτομείου και του βοτανικού κήπου. Το glide με την κάπα και το grapple στα περισσότερα σημεία του περιβάλλοντος κάνουν το traversal για πρώτη φορά να έχει την αίσθηση του Batman, ενώ οι αναμετρήσεις σας με τους κακοποιούς αποτυπώνονται για πρώτη φορά όπως πρέπει. Το σενάριο μίας stealth προσέγγισης σας δίνει τα εργαλεία για να εξολοθρεύσετε τους αντιπάλους σας χρησιμοποιώντας το περιβάλλον, τα gadgets σας, τα gargoyles για επικά ανάποδα takedowns και φυσικά τα πατροπαράδοτα silent takedowns από πίσω ή μέσα από γρίλιες που υπάρχουν στο πάτωμα. Το σενάριο καθαρής μάχης αφομοιώνει για πρώτη φορά ένα νέο σύστημα free-flowing combos που αποτελεί πλέον συγκριτικό κριτήριο για πολλές νέες κυκλοφορίες. Κάθε αναμέτρησή σας με τους κακούς της ιστορίας είναι αριστουργηματικά φτιαγμένη και ταιριάζει γάντι με τα mechanics του τίτλου. Είτε αυτή λέγεται Poison Ivy, είτε Killer Croc, είτε Scarecrow.Τα κρυμμένα μυστικά που θα βρείτε σπαρμένα στον χάρτη ξεδιπλώνουν υπέροχα το πλούσιο lore του Μπάτμαν, δείγμα της προσοχής και της αγάπης που έδειξαν οι άνθρωποι της Rocksteady για αυτόν τον ήρωα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2011, έρχεται και η κορωνίδα για πολλούς των Batman τίτλων. Το “Batman: Arkham City” ήταν ο ορισμός του “bigger is better”. Ο καθηγητής Hugo Strange έχει καταφέρει να πάρει έγκριση από τον Δήμαρχο της Gotham ώστε να αποκόψει ένα κομμάτι της πόλης, να το περιφράξει και μέσα να στείλει κάθε απόβρασμα που φιλοξενούνταν στο Άσυλο Αρκαμ. Ο Bruce Wayne βρίσκεται μέσα στο Arkham City παρά τη θέλησή του, όμως σύντομα ο άλλος του εαυτός θα αναλάβει δράση. Το “Arkham City” πήρε όλα τα καλά στοιχεία του “Arkham Asylum” βελτιώνοντας τα 10 φορές. O χάρτης σας δίνει πλήρη ελευθερία κινήσεων με το gliding και το grapple gun να έχουν πραγματικά την τιμητική τους. Η μάχη είναι βελτιωμένη εξίσου, με περισσότερα gadgets στην κατοχή σας και περισσότερους τρόπους να εκμεταλλευθείτε το περιβάλλον στις stealth αναμετρήσεις. Οι γρίφοι του Riddler θα δοκιμάσουν την υπομονή σας, όμως πολλοί εξ’ αυτών δίνουν πολύ ενδιαφέροντα backstories για πολλούς χαρακτήρες που εμφανίζονται στα κόμικς. Η αρχιτεκτονική της Αrkham City αποτυπώνει τέλεια το πιο κακόφημο τμήμα της Gotham, με πολλές iconic να είναι παρούσες και να αποτείνουν φόρο τιμής στο δημιούργημα του Bill Finger και του Bob Kane. Η ιστορία του είναι οσκαρικά γραμμένη. Mε τον Πιγκουίνο, την Catwoman και τον Ra’s Al Ghul να πλαισιώνουν τον ήρωά μας, ο Τζόκερ βάζει μία τελευταία δοκιμασία στο alter ego του. Μία δοκιμασία που στο τέλος θα του κοστίσει τη ζωή του. Το pacing της ιστορίας δεν χάνει από πουθενά. Είναι αντάξιο μιας κινηματογραφικής παραγωγής. Αποδίδει τις ευθύνες στους ήρωες και στους εχθρούς, οδηγώντας τον υπόκοσμο της Gotham σε μία νέα εποχή χωρίς τον Πρίγκιπα του Εγκλήματος.
Και η σπουδαία αυτή τριλογία κλείνει με έναν εξίσου φανταστικό τίτλο. Το “Batman: Arkham Knight” του 2015 εκτυλίσσεται εννέα μήνες μετά το φινάλε του “Arkham City”. O Τζόκερ έχει αποτεφρωθεί και η Gotham βρίσκεται έρμαιο των εγκληματικών συνδικάτων που παλεύουν να γεμίσουν το κενό της απώλειάς του. Μία επίθεση με την τοξίνη φόβου του Scarecrow είναι αρκετή για να αναγκάσει την Αστυνομία να εκκενώσει όλο το νησί, υπό την απειλή μίας δεύτερης και μεγαλύτερης εμβέλειας επίθεσης. Το game λαμβάνει χώρα την νύχτα του Halloween και η στολισμένη Gotham θα είναι υπό την επίβλεψή σας μέχρι να φτάσετε στον Scarecrow. Θυμάστε το “bigger is better” που είπαμε πριν? Ε λοιπόν εδώ ισχύει το “even bigger is even better”. Ο χάρτης του game είναι 5 φορές μεγαλύτερος με το Batmobile επιτέλους να μας συντροφεύει στην απονομή δικαιοσύνης. Πέρα από την πλοήγηση, θα σας βοηθήσει στην μάχη, στην επίλυση γρίφων και σε αγώνες σχεδιασμένους από τον Riddler. Ίσως το μόνο μελανό σημείο του τίτλου ήταν και η υπερβολική του χρήση, όμως η Rocksteady το έχει αφομοιώσει τόσο οργανικά στην ιστορία που από ένα σημείο και μετά φαντάζει ψεγάδι μπροστά στο αριστούργημα που παίζετε. Τεχνικά το game είναι από άλλο πλανήτη. Έχοντας περάσει 10 χρόνια από την κυκλοφορία του, είναι τρομακτικό να βλέπεις PS5 παιχνίδια από δυνατά studios που δεν μπορούν να αγγίξουν την ποιότητα σχεδιασμού και επιδόσεων ενός release που βγήκε στο PS4. Η ιστορία του για άλλη μια φορά είναι μοναδική. Ο Μπάτμαν σε πρώιμο στάδιο του παιχνιδιού εκτίθεται στην τοξίνη του Scarecrow, χαρίζοντάς σας έτσι έναν σύντροφο για να περάσετε αυτή την γιορτινή βραδιά. Μιλάμε για τον Τζόκερ φυσικά που εμφανίζεται αριστοτεχνικά σε διαφορά σημεία της ιστορίας ή του free roam, προσπαθώντας να καταλάβει το μυαλό σας. Για να μην αναφέρουμε πως όταν κοιτάτε τις πινακίδες ή τα αγάλματα μέσα στην πόλη, καλό είναι να κοιτάτε δύο φορές για να μην τρελαθείτε. Όσοι το έχουν παίξει θα καταλάβουν για τι πράγμα μιλάω. Η εμφάνιση της αινιγματικής φιγούρας του Αrkham Knight είναι αυτή που θα σας απασχολήσει στο μεγαλύτερο μέρος του game, με τον Τζόκερ και τον Bruce να φαίνεται να συνδέονται κάπως με αυτό το άτομο. Το φινάλε είναι υπέροχο. Ο Μπάτμαν υπερνικά τον φόβο του και κλειδώνει τον έναν και μοναδικό δαίμονα που τον βασάνιζε πίσω στο κλουβί του υποσεινήδητού του. Τα side stories περιλαμβάνουν χαρακτήρες όπως ο Two-Face, o Firefly, o Πιγκουίνος, ο Man-Bat κ.α. Η μάχη και το stealth είναι βελτιωμένα στο peak τους αυτή τη φορά και εμείς έχουμε πλέον ζήσει την κορυφαία gaming εμπειρία.
Επίσης, δεν παρέβλεψα το “Batman: Arkham Origins” του 2013. Η συγκεκριμένη δουλειά προήλθε από το studio της WB Games, καθώς η Rocksteady χρειαζόταν χρόνο για να ολοκληρώσει το “Arkham Knight”. Ήταν ένας τίτλος που παρουσίαζε τον Μπάτμαν στα πρώτα του χρόνια ως εκδικητή και τον θέτει αντιμέτωπο με 8 elite εκτελεστές που έχει προσλάβει ο Βlack Mask για να τον καθαρίσουν. Τα mechanics ήταν ίδια με αυτά του “Arkham City”, αλλά ο τίτλος ξεχώρισε για τα καλύτερα boss fights που είδαμε ποτέ σε Arkham game.
Κοινός παρονομαστής που εξύψωσε την τριλογία λίγο παραπάνω ήταν φυσικά η παρουσία των Kevin Conroy και Μark Hamill στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Και αυτός είναι και ο λόγος που γίνεται αυτό το αφιέρωμα. Ο σπουδαίος Kevin Conroy έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου 2022 και αυτό το αφιέρωμα είναι ο δικός μας τρόπος να πούμε ευχαριστώ για τις περιπέτειες που ζήσαμε μέσα από την βαθειά του φωνή και την ευγενή του παρουσία ως ηθοποιού. Γιατί μπορεί κανείς μας να μην τον γνώρισε, όμως κατά έναν περίεργο τρόπο τον ξέραμε. Μπορεί να μη φωνάξαμε ποτέ βοήθεια σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι, όμως εκείνος μας έσωσε. Ήταν πάντα εκεί για εμάς. Ήταν εκεί για να κάνει την παιδική μας ηλικία λίγο καλύτερη. Ήταν η Εκδίκηση. Ήταν η Νύχτα. Και θα είναι για πάντα ο δικός μας Μπάτμαν.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.